ΕΞΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Luigi Pirandello

Μετάφραση – Διασκευή – Σκηνοθεσία: Πέτρος Νάκος

Θέατρο «Altera Pars»

Μεγάλου Αλεξάνδρου 123

Μεταξουργείο

 

 

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

9 μ.μ.

 

Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου

 

 «Το δράμα είναι μέσα μας! Ανυπομονούμε να σας το παρουσιάσουμε!»

 

 

Ο Πέτρος Νάκος ανεβάζει επιπλέον το ήδη υψηλό επίπεδο του θεάτρου Altera Pars μεταφράζοντας, διασκευάζοντας (σε συγκεκριμένα μόνο σημεία του κειμένου, στα καίρια - πυρηνικά του κομμάτια μένει απόλυτα πιστός) και σκηνοθετώντας το αριστούργημα του Luigi Pirandello Έξι πρόσωπα σε αναζήτηση συγγραφέα.

Προσωπικά, νιώθω την ανάγκη να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ διότι μέσω της εξαιρετικής του παράστασης, που είναι ένας αληθινός καλλιτεχνικός άθλος, με βοήθησε να έλθω πολύ κοντά σε ένα δραματικό κείμενο που μου ήταν δύσκολο ακόμα και να αναγνώσω απλά την πρώτη φορά που έπεσε στην αντίληψή μου.

Και όσο πήγαινα να το πλησιάσω, εκείνο τρόπον τινά με απωθούσε, σαν να έβγαιναν από κάπου δυο νοητά χέρια που με έσπρωχναν δυνατά προς τα πίσω... Αυτό λοιπόν του το οφείλω, στ' αλήθεια.

Ο Πιραντέλλο, με μια μοναδική, ευφυή σύλληψη, καταδεικνύει τη χρεία του ανθρώπου να υπάρξει και να επικοινωνήσει. Ξεπερνά κατά πολύ το Έτσι είναι εάν έτσι νομίζετε όπου κεντρική ιδέα είναι η υποκειμενικότητα της ατομικής άποψης που οδηγεί σε μια χαοτική ανθρώπινη επαφή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αποτυχία για επικοινωνία μεταξύ των προσώπων και η αποξένωσή τους που δυστυχώς δεν αλλάζει ακόμα και μετά την αγωνιώδη προσπάθεια να λάβουν σάρκα και οστά μέσα από ένα θεατρικό κείμενο που παρίσταται αίφνης επί σκηνής φλερτάρει στενά με την απομόνωση και την ανύπαρκτη επικοινωνία στο ιονεσκικό σύμπαν της Φαλακρής τραγουδίστριας.

Ο Στέφανος Ληναίος, όταν σκηνοθέτησε και έπαιξε στο ραδιόφωνο το εν λόγω έργο (που πήρε την τελική του μορφή το 1925) είχε εύστοχα μιλήσει για τη βασική ιδέα που δεν είναι άλλη από τη μοναξιά. Τη μοναξιά προσώπων που είναι πιο τραγικά και από εκείνα των τραγωδιών καθώς εδώ η λύτρωση δεν έρχεται ποτέ...

Είναι υπέροχο όταν έχουμε το θέατρο μέσα στο θέατρο, το λεγόμενο θέατρο εν θεάτρω και ταυτόχρονα όταν συναντάμε και το μετα-θέατρο, τον λόγο δηλαδή του θεάτρου για τον εαυτό του τον ίδιο.

Όλα λοιπόν τα δραματικά γεγονότα εκτυλίσσονται πάνω σε μια σκηνή όπου λίγο νωρίτερα έχουν ξεκινήσει οι δοκιμές για το έργο Νόρα του Ίψεν μέσα από ένα ύφος νατουραλιστικό, προσαρμοσμένο στα χαρακτηριστικά των ηθοποιών (πχ διατηρούν τα πραγματικά ονόματά τους). Η ατμόσφαιρα αλλάζει άρδην όταν στη σκηνή εισβάλλουν έξι πρόσωπα με συγγενική μεταξύ τους σχέση (περίπου) και πασχίζουν να βρουν τρόπο να υπάρξουν... Δυστυχείς, όλοι τους, απελπισμένοι, πληγωμένοι από τη ζωή, τη φτώχεια, τις επιλογές ανάγκης, το πένθος, τη μοναξιά όπως προείπα, τη χυδαιότητα, την αδικία καταφεύγουν στην ύστατη λύση του να ζωντανέψουν μέσα από τη θεατρική υπόσταση, ως χαρακτήρες ενός δράματος που τώρα καλείται να αποτυπωθεί στο χαρτί...

Έχουμε να κάνουμε με μια σπουδαία παράσταση, με έναν άρτιο θίασο, η σκηνοθεσία με άριστα το 10 παίρνει 100, οι φωτισμοί, τα ενδύματα, τα σκηνικά αντικείμενα (βλέπε κούκλα, σπετσάτο κ.α.) η μουσική, η κίνηση, το μακιγιάζ, το στήσιμο στο σύνολό του ήταν άψογο. Ας μην λησμονούμε ότι ο σκηνοθέτης είναι Ιταλός εξ ου και η έφεσή του στο ιταλικό δραματολόγιο.

Υπέροχες ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς ιδίως της Αγγελικής Κοντού, του Γιώργου Κροντήρη και Πέτρου Νάκου που είχαν και τους πιο απαιτητικούς ρόλους.

Ας αναλογιστούμε λίγο πόσοι άνθρωποι ζουν ας πούμε σε μια μεγαλούπολη... εκατομμύρια... σχεδόν απρόσωποι, ανύπαρκτοι, ανώνυμοι, σαν αριθμοί, σαν μυρμήγκια... Που κατά βάθος θέλουν τόσο πολύ να υπάρξουν, να αποκτήσουν οντότητα, αξία, μέγεθος, που έχουν ο καθένας τη δική του ιστορία, όπως εκείνοι βέβαια την αντιλαμβάνονται.

''Το θέατρο δεν θα σώσει τον κόσμο'' είχε πει ο αείμνηστος Τσιμάρας Τζανάτος ανταμώνοντας κατά μία έννοια την παρεμφερώς απαισιόδοξη άποψη του Πιραντέλλο.

 

«Θα κάνετε την τύχη σας με μας…», ακούμε τον πατέρα να εκλιπαρεί τον σκηνοθέτη με το που εισβάλει η οικογένεια στη σκηνή. Έξι άνθρωποι που αποτελούν ένα ήδη έτοιμο, φρέσκο, σπαρταριστό υλικό παρακαλούν να γίνουν θεατρικά πρόσωπα μήπως και κάποια στιγμή «υπάρξουν».

Μα ο ρεαλισμός δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας επί σκηνής. Μια αληθοφάνεια. «Να κάνεις να φαίνεται αληθινό αυτό που δεν είναι», όπως ακούμε στο έργο. Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που τον αγαπά κατά κόρον το κοινό σε αντίθεση με τις «δηθενιές και τις σαχλαμάρες» (σαφές σχόλιο του Νάκου εδώ για τις περίεργες προσλήψεις των ήδη υπαρχουσών έργων ή για τις νέες δραματουργικές ιδέες που δεν λένε τίποτα τελικά). Γι’ αυτό και η θεατρική (ανα)παράσταση όμως τέτοιων προσώπων που διψούν για αλήθεια και ενσάρκωση δεν μπορεί να συντελεστεί απολύτως πιστά. Ή τουλάχιστον μπορεί να πραγματοποιηθεί μέχρι ενός ορίου συμπυκνώνοντας και συντέμνοντας τα γεγονότα και παραλείποντας τις λεπτομέρειες. Τα έξι όμως αυτά πρόσωπα που εισέρχονται από το πουθενά στο θέατρο (ιδίως ο πατέρας, η κόρη και η μάνα) δεν συμβιβάζονται με περικοπές, με παραλείψεις, με περιλήψεις, με υποκρίσεις από έτερα πρόσωπα (ηθοποιούς) τα οποία δεν βρίσκουν κατάλληλα για να τους αναστήσουν. Κι έπειτα, πώς θα διαμορφωθεί το δραματικό κείμενο όταν ο καθένας παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα;

Μολονότι βρίσκουν σύμμαχο τον σκηνοθέτη, ο οποίος έχει την ιδέα για «devised theatre» δηλαδή για «θέατρο της επινόησης» που δημιουργείται επί τόπου από τα πρόσωπα που υποδύονται και τους όποιους ρόλους, τα πρόσωπα που ζητούν συγγραφέα δεν καταφέρνουν να φθάσουν τον στόχο τους. Αρχικά, έχουν και αυτά την εσφαλμένη αίσθηση πως η θεατρική τους αναπαράσταση θα τα βοηθήσει να υπάρξουν και να αποκτήσουν ταυτότητα και περιεχόμενο, ειδικά από τη στιγμή που «κουβαλάνε ένα δράμα σπαρακτικό». Θεωρούν την ενσάρκωσή τους ως την τέλεια αλλά και τη μοναδική ευκαιρία να βγουν από τη δυστυχία τους και επιτέλους να ακουστούν και αυτά. Βασίζονται στο ότι πολλοί θεατρικοί ήρωες έμειναν αθάνατοι στην ιστορία ακριβώς επειδή υπήρξαν μέσα από ένα θεατρικό έργο, το οποίο ως γραπτό στοιχείο έμεινε, διαδόθηκε και επιβίωσε όπως λ.χ. ο Ταρτούφος.

Τα πρόσωπα που βλέπουμε να έχουν εισέλθει στη σκηνή διακόπτοντας την πρόβα της Νόρας (Κουκλόσπιτο) φέρουν ο καθένας τη δική του, προσωπική αλήθεια. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σκηνή με τον πατέρα να επισκέπτεται τον οίκο ανοχής της Μαντάμ Πάτσε όπου εκδίδεται από ανάγκη και απελπισία η κόρη της γυναίκας του από τον δεύτερό της άντρα. Ο πατέρας μιλάει για μοναξιά και ναι μεν κίνηση αυτοταπείνωσης αλλά και φυσικής επιθυμίας δε καθώς δεν είναι πια νέος και άρα όπως άλλοτε πιθανόν αρεστός αλλά δεν έχει τελειώσει ακόμη η ζωή του ώστε να βάλει τελεία στην όποια σωματική του δραστηριότητα. Η κόρη, που τον υποδέχτηκε ως πελάτη, τον αναγνώρισε και αηδίασε μαζί του και με τις εκατό λιρέτες που ακούμπησε εκείνος στο τραπέζι ως αμοιβή. Τον μισεί αφόρητα και η λύτρωσή της θα έλθει μόνο αν παιχτεί όπως εκείνη θέλει η σκηνή αυτή.

«Είμαι σχεδόν γυμνή αλλά δεν κοκκινίζω γιατί κοκκινίζει αυτός!»

Ο πατέρας θεωρεί τα λόγια της λάσπη εις βάρος του ενώ αναφέρεται διαρκώς στην κάποτε σύζυγό του την οποία άφησε για να φτιάξει εκείνη τη ζωή της, αν κατανοούμε καλά, με τον γραμματέα του. Δεν είχε προβλέψει ότι ο δεύτερος άντρας της που πια δεν ζει θα την έπαιρνε μακριά σε άλλη πόλη. Την χαρακτηρίζει ως πνευματικά ανάπηρη αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι τρέφει συναισθήματα για τα παιδιά της, πάραυτα. Και ενώ ήταν ο εφιάλτης του, μόλις έφυγε η γυναίκα του άδειασε και το σπίτι του. Επανέρχεται στην κόρη, της προσδίδει τον χαρακτηρισμό «ύπουλη» λέγοντας πως τον κατηγορεί στηριζόμενη στη μία και μοναδική, φευγαλέα ντροπιαστική στιγμή της ζωής του στο πορνείο. Η θυμωμένη κόρη όμως, μαυροφορεμένη και αυτή όπως και η μάνα της λόγω πολλαπλού όπως διαπιστώνουμε πένθους, κραυγάζει μιλώντας για «ζωή σε επίπεδο ζώου» ενώ τονίζει πως «τίποτα δεν προκαλεί μεγαλύτερη οργή από τον άντρα αυτό». Η δική του εκδοχή δεν είναι παρά μόνο «φιλοσοφικές αναζητήσεις», σύμφωνα με εκείνη. Η ανάγκη της να επιρρίψει τις ευθύνες του ξεπεσμού της είναι τόσο μεγάλη που στρέφεται στη ρίζα του κακού, που δεν είναι άλλος από τον ετεροθαλή αδερφό της. Δηλαδή τον γιο του πατέρα που δόθηκε σε μια αγρότισσα για να τον αναθρέψει. Αυτός την έριξε όπως ακούμε στο πεζοδρόμιο, στο έξυπνα καλυμμένο πορνείο της Μαντάμ Πάτσε, το υποτιθέμενο ραφτάδικο που πήγε για δουλειά η μάνα της μα που το αποτέλεσμα δεν ικανοποιούσε την εργοδότρια και για τον λόγο αυτό έπρεπε να επανορθώσει πουλώντας το κορμί της η κόρη.

Ο μεγάλος γιος (και μοναδικός γιος του κλαιγόμενου πατέρα) δεν μπορεί και δεν θέλει, όπως δηλώνει, να εκφραστεί σαν την αδερφή του και τον πατέρα του και κατά τρίτο λόγο σαν τη μάνα του. Με βάση τα λεγόμενα της αδερφής του, ήταν το άτομο εκείνο που είδε τα ετεροθαλή του αδέρφια ως εισβολείς και παρακατιανούς αλλά και εκείνος τον οποίο κυνηγούσε η μάνα για να επικοινωνήσει μαζί του ενώ την ώρα εκείνη το μικρό κοριτσάκι (το τέταρτο παιδί της οικογένειας) είχε μείνει χωρίς επιτήρηση και δυστυχώς πνίγηκε στη στέρνα… Και κατόπιν έβαλε τέλος στη ζωή του και ο μικρός αδερφός. Το ένα κακό έφερε το άλλο, λοιπόν, σαν αλυσιδωτή αντίδραση.

Πώς είναι δυνατόν να «υπάρξει» κανείς όταν κοιμάται σε μια άθλια κάμαρα μαζί με άλλους τρεις; Η ιστορία και κυρίως τα δραματικά γεγονότα δελεάζουν τον σκηνοθέτη. Και μάλιστα αυτός επιμένει στα γεγονότα, τα οποία παρομοιάζονται με σακιά. Ένα σακί για να σταθεί όρθιο έχει ανάγκη από περιεχόμενο και ένα γεγονός από τα ερεθίσματα και τα συναισθήματα που το προκαλούν. Όμως το θέατρο έχει όρια και συγκεκριμένες δυνατότητες. Η επιθυμία των προσώπων δεν εκπληρώνεται, ο σκηνοθέτης εγκαταλείπει την προσπάθειά του, οι χαρακτήρες μένουν μετέωροι, τιποτένιες σκιές σαν αυτές που βλέπουμε στον τοίχο κατά τη διάρκεια της παράστασης. Οι ηθοποιοί του, η βοηθός του η Σοφία, ο Γιάννης ο τεχνικός, το φροντιστήριο (τα σκηνικά αντικείμενα όπως λ.χ. τα καπέλα), οι σκηνικές οδηγίες που γεννιούνται εκείνη τη στιγμή (καθότι όπως προείπα έχουμε επινόηση), ο αγώνας του να κατανοήσει τα πρόσωπα δεν θα φανούν αρκετά για να τους δώσει ζωή.

 

Αναλυτικές πληροφορίες:

https://alteraparstheater.gr/project/exi-proswpa-se-anazhthsh-syggrafea/




Comments

Popular Posts