ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΔΥΣΛΕΚΤΙΚΟΥ

του Γιάννη Πάσχου

 

«Κάθε αποτυχία μου – και είναι και πολλές
οι γαμημένες – διαλύει την προσπάθεια…»

«-Μαμά, τι έχω;

-Εσύ τίποτα δεν έχεις… Εμείς θα
αποκτήσουμε διάφορα…»

«…Εμπόδια που όφειλα να τα πηδώ ή να
τα περνάω από κάτω όταν δεν με έβλεπαν… Από νάνος, έγινα γίγαντας!»

 

Θέατρο 104

Ευμολπιδών 41

Κεραμεικός

Σάββατο 2 Μαρτίου
2024

9 μ.μ.

 

Δραματοποιημένη
νουβέλα του Γιάννη Πάσχου

Δραματουργική
επεξεργασία: Ελένη Σπετσιώτη

Σκηνοθεσία: Ντίνος
Ψυχογιός

Ερμηνεύει
ο ηθοποιός Δημήτρης Μαμιός

Σκηνογραφία
– Ενδυματολογία: Νίκη Ψυχογιού

 

 

Αναλύει η Μαρίνα
Αποστόλου


Μια ευτυχής καλλιτεχνική συγκυρία και συνάντηση!

 

 

  Αυτός είναι ο τίτλος
που μου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό ενθυμούμενη την παράσταση Το χρονικό ενός
δυσλεκτικού
την οποία πρόκειται να αναλύσω στην παρούσα κριτική μου προσέγγιση.
Κι αυτό διότι έχουμε όντως να κάνουμε με ένα άριστο θεατρικό αποτέλεσμα στο
οποίο έχουν συνδράμει εξαιρετικοί συντελεστές, ο καθένας από την πλευρά του και
μάλιστα δίχως ίχνος έπαρσης και αυτοπροβολής. Οι εκφράσεις που κατά καιρούς
ακούμε όπως για παράδειγμα «σεμνοί καλλιτέχνες» που μιλάνε «μέσα από τα έργα τους»,
διατυπώσεις ίσως λίγο κλισέ που χρησιμοποιούνται στερεοτυπικά και επαινετικά, στη
συγκεκριμένη περίπτωση αρμόζουν απόλυτα. Δεν είναι τυχαίο που η παράσταση με το
που ανέβηκε έγινε αμέσως
sold out και μάλιστα χωρίς οι συνδημιουργοί
του να προβάλλονται και να περιαυτολογούν.  Αυτό κυρίως φαίνεται από το πώς εισπράττει το
θερμότατο χειροκρότημα στο τέλος ο Δημήτρης Μαμιός μαζί με τα πολυάριθμα «Μπράβο!»:
ταπεινά και δίχως υποψία ναρκισσισμού.

  Νιώθω την ανάγκη να
ξεκινήσω από τη μοναδική, εμπνευσμένη και ξεχωριστή σκηνογραφία της Νίκης
Ψυχογιού. Υπάρχει άραγε κάποιος θεατής που εισέρχεται στον χώρο του θεάτρου ή
που έχει έστω ρίξει μια ματιά στο προωθητικό φωτογραφικό υλικό του Σπύρου
Κούρκουλα και δεν του έχει προξενήσει αίσθηση το σκηνικό; Ένα σκηνικό «φορτωμένο»
με βιβλία (ο δραματικός χαρακτήρας του οποίου το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ
μεγάλωσε σε έναν χώρο υπερπλήρη βιβλίων), κάποια από αυτά να μοιάζουν με το
μέσο τμήμα ενός ακορντεόν ή με φαναράκι που κρατάνε τα παιδιά στην εκκλησία,
εκπαιδευτικό υλικό (αφίσες) μιας άλλης εποχής με γεωγραφικά, βιολογικά ακόμα
και θρησκευτικά θέματα. Μια λάμπα να κρέμεται από το ταβάνι αλλά και κάπου εκεί
το ίδιο το βιβλίο του Γιάννη Πάσχου, πάνω στο οποίο στηρίζεται όλο το έργο και
απόσπασμα του οποίου διαβάζει ο πρωταγωνιστής στο τέλος οπότε και κλείνει η
παράσταση. Τα αιωρούμενα βιβλία – φαναράκια με έκαναν να υποθέσω ότι
αντιστοιχούν στο χάος που επικρατεί στο μυαλό ενός νευροδιαφορετικού που δεν
στηρίζεται και δεν οργανώνεται σωστά ούτε από την οικογενειακή εστία ούτε από
το σχολικό περιβάλλον. Πώς όμως θα μπορούσε να συμβεί αυτό τη δεκαετία του 1960
στην ελληνική περιφέρεια όπου και μεγαλώνει και παλεύει να φοιτήσει στο σχολείο
ο δρώντας;

  Η Νίκη Ψυχογιού έχει
και την ενδυματολογική ευθύνη, όπως είθισται στην πλειοψηφία των παραστάσεων,
ντύνοντας τον πρωταγωνιστή με πουκάμισο και παντελόνι, μπορντώ κάλτσες χωρίς
παπούτσια και ένα σχεδόν παιδικό
Tshirt που αποκαλύπτεται περίπου προς το τέλος της παράστασης.

 


Ας συνεχίσουμε με τη
σκηνοθεσία που υπογράφει ο Ντίνος Ψυχογιός. Ο τελευταίος είναι πράγματι
ευλογημένος διότι κρατάει στα χέρια του ένα κείμενο συγκινητικό, βαθιά αληθινό,
που γίνεται ο καθρέφτης μιας άλλης εποχής αλλά και που τρομάζει διότι μέχρι και
σήμερα άγνοια και άρνηση καλά κρατούν σε οτιδήποτε αποκλίνει, διαφοροποιείται
και χρήζει άλλου χειρισμού. Κι αυτό διότι απαιτεί έναν άλλο βαθμό ωριμότητας,
ενημέρωσης, ενεργοποίησης και δράσης: δηλαδή περισσότερου κόπου. Είναι επίσης τυχερός
καθότι τον γλυκύτατο αυτό δυσλεκτικό χαρακτήρα υποδύεται ένας τόσο ταλαντούχος
και άξιος ηθοποιός, όπως είναι ο Δημήτρης Μαμιός. Εν ολίγοις, έχει στη διάθεσή
του ένα εκπληκτικό στο σύνολο υλικό, έμψυχο και μη, που του δίνει την ευκαιρία
να αναδείξει ένα διαχρονικό θέμα, που παραμένει υποφωτισμένο, τόσες δεκαετίες
μετά τη χρονική τοποθέτηση των γεγονότων της αυτοβιογραφικής νουβέλας του
Πάσχου.

  Στην εναρκτήρια
σκηνή, ξαπλώνει τον Δημήτρη Μαμιό στο πάτωμα και τον σκεπάζει με μια αφίσα ζωολογικού
δηλαδή βιολογικού περιεχομένου, επιλογή επιτυχής και διόλου συμπτωματική
λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και την επαγγελματική εξέλιξη του
χαρακτήρα. Παίζει πολύ με τους φωτισμούς (οι φωτισμοί είναι της Μαριέττας
Παυλάκη) ακόμη και με το σκοτάδι κάποια στιγμή, με τη μετέωρη λάμπα και το
εκκρεμές βιβλίο – φαναράκι, αξιοποιεί την κίνηση του σώματος του Μαμιού (ο
ηθοποιός αυτός χαρακτηρίζεται από το πώς ερμηνεύει επί σκηνής με το σώμα του
και τις εκφράσεις του προσώπου του), ανοίγει την πόρτα εξ αριστερών της πλατείας
για να εξυπηρετήσει μιας μεγάλης σημασίας σκηνή και υψηλής υποκριτικής απαίτησης
όταν ο πατέρας επιχειρεί να διερευνήσει τι συμβαίνει στον γιο του και τα γραπτά
του είναι γεμάτα από αναγραμματισμούς και μουτζούρες (μήπως έφταιγαν η
αδιαφορία και η τεμπελιά του
😉 με το παιδί να θέλει να το βάλει στα
πόδια και να δέχεται χαστούκια υπό τους επίμονους, σχεδόν εφιαλτικούς ήχους
μιας γάτας… Αναπαριστά τέλεια σκηνές όπως εκείνη όπου οι γονείς έψαχναν το
παιδί στη φύση («Ψάχνε τώρα, ΕΣΥ τον κατέστρεψες…»), νωρίτερα τους εφιάλτες του
με τις γνωσιακές εμμονές του πατέρα (ΙΣΘΜΟΣ – ΠΟΡΘΜΟΣ και η διαφορά αυτών) ενώ αποδίδει
τεχνηέντως τις κωμικές στιγμές του έργου όπως π.χ. την αδεξιότητα του παιδιού
με την προσφορά του Δωδεκάλογου του Γύφτου στον πιθανότατα Ρομ φίλο του
Μπισνίκ στα Γιάννενα για λογαριασμό του πατέρα του αλλά και την τιμωρία
που του επιβάλλεται και αφορά τη βοήθεια προς τον καπνιστή παπά της εκκλησίας
του χωριού… («Δόξα ακατάληπτος και άλλα πολλά ακατάληπτα…»).

  Τέλος, μου άρεσε ο πίνακας με τα φωνήεντα στα
αγγλικά και το πώς αυτά προφέρονται στο τέλος της παράστασης σχεδόν ταυτόχρονα
με την υπόκλιση.

 


                          Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΜΙΟΥ

«Οτιδήποτε
έφτιαχνα εκσφενδονιζόταν στο άπειρο… Σαν αλεξιπτωτιστής που έπεσα σε εχθρική
ζώνη και πιάστηκα αμέσως αιχμάλωτος»

  Ο
μονόλογος είναι η μεγάλη ευκαιρία του ηθοποιού. Και αυτό προφανώς για τους ευνόητους
λόγους. Στο πλαίσιο της υπέροχης, γεμάτης πάθος και ενέργειας ερμηνείας του,
δεν θα μπορούσα να μην σχολιάσω τη διάρκεια της παράστασης. Συνήθως, οι πιο
πολλοί μονόλογοι αγγίζουν τα 60’, σπανιότερα τα υπερβαίνουν κατά ένα δεκάλεπτο
ή τέταρτο το μέγιστο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οπότε και μιλάμε για δραματοποιημένη
όπως προείπαμε νουβέλα, η χρονική έκταση της παράστασης που στηρίζεται εξ
ολοκλήρου πάνω στον πρωταγωνιστή (δεν συναντούμε ας πούμε προσθήκες βίντεο ή
σιωπές και παύσεις αισθητές) φθάνει τα 80’, συνθήκη άκρως δύσκολη έως
εξαντλητική. Και τη συνθήκη αυτή ο Μαμιός την θεραπεύει στο εκατό τοις εκατό.
Ενώ την υπόκρισή του την διέπει ένταση και συναίσθημα, εντούτοις δεν γίνεται
στιγμή υπερβολικός μόνο και μόνο για να μας πείσει για τη διαφορετικότητά του,
για τη μόνιμη αντίθεση που βίωνε μέσα στο δίπολο «εγώ και οι άλλοι», για τις δεκάδες
δυσκολίες που περνούσε στη σχολική του ζωή, για τη χαρά που έλαβε όταν μπήκε
στο πανεπιστήμιο ως «επιλαχόντας», για την ανακούφιση που αισθάνθηκε όταν είδε
και πως και άλλα άτομα του μοιάζουν και γράφουν το «δωμάτιο» με η… Έτσι,
κερδίζει ένα στοίχημα με τον εαυτό του πρωτίστως, γίνεται το σώμα και η φωνή
του συγγραφέα και μας ταξιδεύει σε μια εποχή που είναι μακρινή και κοντινή,
κατά μία έννοια, μαζί. Ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα με την αισθαντικότητά του όταν
επικοινωνεί ότι το ξύλο ήταν κανονικότητα αλλά και όταν πίστευε πως η
εκπαιδευτική του περιπέτεια έπρεπε να τελειώσει πριν πάρει απολυτήριο λυκείου
αφού δεν μπορούσε, δεν ήταν σε θέση να κερδίσει συγκεκριμένα πράγματα…

  Ακούμε στις περιπτώσεις φυγής από τη ζωή
μεγάλων ηθοποιών πως ο καλλιτεχνικός κόσμος έμεινε φτωχότερος και έτσι είναι
πράγματι, ξεχνάμε όμως πως στο μεταξύ δρουν επί σκηνής νέοι, εξίσου καλοί και
με μεγάλες δυνατότητες εξέλιξης ηθοποιοί που αφήνουν και θα αφήσουν και στο μέλλον
τη δική τους παρακαταθήκη στο σανίδι. Ένας τέτοιος ηθοποιός είναι και ο
Δημήτρης Μαμιός.

 

 

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ – ΤΟ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

«Δύο
γράμματα μαζί είναι μικρό πρόβλημα, τέσσερα γράμματα μαζί σκέτη πανωλεθρία!»

  Η κεντρική θεματική του εν λόγω έργου καθώς
και όλες οι παρακείμενες επιμέρους ιδέες του αξίζουν ασφαλώς χωριστό σχολιασμό
και ιδιαίτερη ανάλυση, πράγμα που θα συμβεί άμεσα στο κανάλι μου στο
youtube(https://www.youtube.com/channel/UCH8IcCsuohR8uiJxHsNXEnw)

 Συνοπτικά από εδώ θα
πω ότι κατά βάθος είχαμε ανάγκη ως κοινωνία να γνωρίσουμε τη δυσλεξία μέσα από
τα μάτια ενός ανθρώπου που βίωσε τα προβλήματα που πηγάζουν από αυτή τη
νευροδιαταραχή, να περπατήσουμε μαζί του όλα τα στάδια εξέλιξης από τη στιγμή
που το παιδί Γιάννης Πάσχος δεν είχε καν ξεκινήσει τη φοίτησή του στην πρώτη
δημοτικού μέχρι που κατάφερε το ακατόρθωτο και έγινε καθηγητής στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση.

  Εννοείται πως δεν
έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο που περιορίζεται στα στενά όρια των
εκπαιδευτικών (ειδικής αγωγής ή και όχι) και των γονιών με παιδιά που έχουν
δυσλεξία και μόνο. Είναι ένα έργο που απευθύνεται σε όλον τον κόσμο για να του
καταδείξει το πώς αισθάνεται ένα παιδί, πώς αντιλαμβάνεται τη ματαίωση, πώς
αντιδράει στην απόρριψη, πόσο ευάλωτο και εξαρτημένο είναι (τελικά τους γονείς μας
τους αγαπάμε, τους θαυμάζουμε ή απλά τους χρειαζόμαστε για να μας μεγαλώσουν…;),
πόση φαντασία χρειάζεται η ζωή για να την αντέξουμε αλλά και πόσο χιούμορ και
αυτοσαρκασμό για να υπομείνουμε την βαριά της πραγματικότητα. Το έργο
παρουσιάζει επιπλέον και μια διδακτική πτυχή, χωρίς όμως διδακτισμό, όπου
μαθαίνουμε πως ποτέ δεν πρέπει να τα παρατάμε, οφείλουμε στο εαυτό μας τα
όνειρα και τη χαρά της ζωής είτε αυτή εκφράζεται μέσα από τον έρωτα είτε μέσα
από την ποίηση με την κυριολεκτική αλλά και με την ευρύτερη έννοια αυτής.

 

Λοιποί Συντελεστές:

Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης

Φωτισμοί: Μαριέττα Παυλάκη

Βοηθός Σκηνοθέτη: Σοφία Χατζηευθυμιάδη

Φωτογραφίες – Τρέιλερ: Σπύρος Κούρκουλας

Συμπαραγωγή: Ο2Ο ΑΜΚΕ

Βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=mI6UrP_hzjg

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *