ΛάΣΠΗ

«Το μόνο που χρειάζεται είναι να σταματήσουν οι φρικτές σκέψεις…»

 

Θέατρο «ΣΦΕΝΔΟΝΗ»

Μακρή 4

Πλάκα, Ακρόπολη

Σάββατο, 9 Δεκεμβρίου 2023

9.10 μ.μ.

 

του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη

Σκηνοθεσία: Ευθύμης Χρήστου

 

Αναλύει η Μαρίνα Αποστόλου

 

Η αναπόδραστη χρεία για ανθρώπινη επαφή και επιβίωση

    Υπάρχει άραγε άνθρωπος που δεν έχει ανάγκη την επαφή με άλλα ανθρώπινα όντα; Που δεν θέλει κατά βάθος να έχει οικογένεια με την ευρύτερη έννοια του όρου αυτού και όχι απαραίτητα με την (έννοια) της εξ αίματος συγγένειας; Και συνάμα υπάρχει άνθρωπος που δεν θα κάνει προσπάθειες για να επιζήσει ιδίως όταν έχει μικρά παιδιά να προστατεύσει; Και τι γίνεται στην περίπτωση που κάποιος μεταβαίνει από το στάδιο της μοναξιάς στην ένταξη σε μια ομάδα με την οποία εναρμονίζεται και δένεται συναισθηματικά και πρέπει ξαφνικά να αποκοπεί από αυτή;

  Η χρεία του ανήκειν είναι κοινός τόπος σε πολλά θεατρικά έργα. Αυτό συμβαίνει και στη ΛάΣΠΗ του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Η διαφορά είναι ότι η ιδέα αυτή λαμβάνει μια πιο μεγάλη προέκταση με το άτομο που ενώ αρχικά επιθυμεί να απομονωθεί σε ένα παλιό επαρχιακό σπίτι εντούτοις υποχωρεί στους «καταληψίες» αυτού, συμβιβάζεται, καταλήγει σχεδόν να τους υπηρετεί, μετατρέπεται σε «λάσπη», μεταμορφώνεται δηλαδή σε πηλό και παίρνει το σχήμα που οι άλλοι του δίνουν. Mέχρι πια να μην έχουν ανάγκη τη βοήθειά του και να το εγκαταλείψουν χωρίς να ενδιαφερθούν για την ψυχή του.

  Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης αντιπαραβάλλει δύο κόσμους: α) μια οικογένεια με τρία μάλιστα παιδιά που κατοικούν παράνομα σε ένα παρατημένο οίκημα ενός φανταστικού χωριού με το όνομα Κέρκι (σημειωτέο πως τα δραματικά πρόσωπα του έργου δεν φέρουν ονόματα, στοιχείο που έχουμε ξανασυναντήσει στη σύγχρονη κυρίως δραματουργία αν όχι για όλα αλλά για κάποια από τα δρώντα πρόσωπα). Η ανάγκη για επιβίωση είναι άφευκτη τόσο που το ζεύγος και κυρίως ο άντρας έχει επιδοθεί σε βελτιώσεις στο παλιό αυτό κτήριο ενώ όλη η οικογένεια επί τους οκτώ μήνες οπότε και χρησιμοποιεί τη μονοκατοικία αυτή έχει γίνει φίλη με όλο το χωριό (την αστυνομία, την τοπική αγορά και εν γένει με όλους τους χωριανούς) β) μια γυναίκα που αφήνει τον άρρωστο σύζυγό της ο οποίος της έχει ζητήσει ο ίδιος να φύγει και επισκέπτεται το σπίτι του αδελφού της που ζει στην Αμερική για να εγκατασταθεί εκεί μόνιμα. Στο σπίτι αυτό, η μοναχική γυναίκα και η πενταμελής οικογένεια ανταμώνουν και συγχρωτίζονται με τη γυναίκα εντέλει να είναι καταφανώς η μεγάλη χαμένη του παιχνιδιού. («Είμαστε πιο πολλοί…» ακούμε να λέγεται στην παράσταση).

    Η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή είναι σαφώς αναπόφευκτη. Εντούτοις, μπορεί να κοστίσει ακριβά σ’ αυτόν που θα την ικανοποιήσει χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες της εκμετάλλευσής του, ηθικής και υλικής, από τους άλλους. Η ίδια πάντα ανάγκη παραμένει φυσιολογική ωστόσο η κάλυψή της ενδέχεται να εξελιχθεί σε νοσηρή σχέση όταν παρεμβάλλονται συμφέροντα από την αντίθετη πλευρά ή όταν το άτομο δεν συλλογίζεται το μέλλον και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συν-ανθρώπου. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν το στοιχείο του έρωτα υποτάσσει τη γυναίκα – ιδιοκτήτρια της οικίας και στη συνέχεια ισοπεδώνονται όταν η οικογένεια είναι πλέον έτοιμη να αυτονομηθεί αποχωρώντας. Η άποψη της συζύγου για τη θετική πλευρά της αλλαγής μέσω της μετοίκισης θα επικρατήσει εξαλείφοντας του όποιους ενδοιασμούς του άντρα της ενώ η απιστία, παρότι δεν θα της αρέσει, είναι κάτι που θα αφήσει πίσω της προκειμένου να πραγματοποιηθεί το επόμενο ουσιαστικό βήμα προς τα εμπρός. Η απεξάρτηση προέχει και η ζωή στην πόλη είναι ακριβώς αυτό που επιθυμεί για τα τρία της παιδιά.

  Τι είναι το εμπράγματο δικαίωμα; Ποιος το διατηρεί στον μύθο του Χατζηγιαννίδη; Η γυναίκα που εμφανίζεται απρόσμενα μέσα στη νύχτα ονομάζει το σπίτι «περιουσία» της ενώ δεν της ανήκει: το σπίτι αυτό είναι του αδελφού της που απουσιάζει στην Αμερική και με την αδελφή του δεν έχει καλές σχέσεις, πρακτικά δεν έχει καθόλου σχέσεις μαζί της γι’ αυτό και εκείνη δεν του τηλεφωνεί για να του αναφέρει την «κατάληψη». Η θεία τους, εκείνο το τόσο παράξενο πλάσμα που δεν ζει πια, επέλεξε να κληροδοτήσει την οικία στον ανιψιό της και όχι στη γυναίκα που τώρα το απαιτεί. Με την τελευταία υπήρχε μια αντιπάθεια, μια αντιζηλία ή ένας κρυφός, άρρωστος ανεκπλήρωτος πόθος; Τα άλμπουμ που άφησε πίσω της σε συνδυασμό με τα περίεργα βιβλία μαγειρικής καθώς ο τρόπος που αποκαλούσε την ανιψιά της δημιουργούν ένα νέφος πάνω από τα συναισθήματα της θανούσας για τη γυναίκα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τυπικά το σπίτι δεν ανήκει στην τελευταία ακόμα και αν έχει ζήσει στο παρελθόν μέσα εκεί ακόμα και αν εκεί μέσα βρίσκονται δικά της ρούχα που τώρα οικειοποιείται η καταληψίας μητέρα της οικογένειας. Το σπίτι βεβαίως δεν είναι ούτε του ζευγαριού που το κατοικεί αυτή τη στιγμή. Εντούτοις, εκείνο μεριμνά για τη συντήρησή του ενώ έχει φροντίσει να χτίσει καλή σχέση με τον περίγυρο κάτι που θα του παράσχει την κατάλληλη υποστήριξη όταν έρθει σε δύσκολη θέση: έξω στο φράχτη θα καταφθάσουν κάτοικοι του χωριού και θα του συμπαρασταθούν φωναχτά ενάντια στη νέα αυτή τρόπον τινά ιδιοκτήτρια που αρχικά του ζητά να φύγει.

 


Το ψυχολογικό θρίλερ είναι το αγαπημένο μου είδος στο θέατρο. Περιέχει αγωνία, εσκεμμένα θολά σημεία, γεννάει ερωτηματικά, δεν προσφέρει εξ αρχής ούτε αβίαστα όλες τις πληροφορίες που θέλει να γνωρίζει ο θεατής, έχει σασπένς, εισάγει νέα δεδομένα που ανατρέπουν το σκηνικό, προβάλλει το ευμετάβλητο της ανθρώπινης ψυχής, καταδεικνύει την ανάγκη της για εκδίκηση που όμως συχνά παραμένει μια παραίσθηση ή μετουσιώνεται σε εφιάλτη χωρίς να γίνει αληθινή πράξη, δείχνει πώς το άτομο στην αρχή φαινομενικά ισχυρό κατακρημνίζεται στο τέλος και σηματοδοτεί την τρέλα ως αναπόφευκτη έκβαση της μοναξιάς και της απογοήτευσης.

  Όπως και να ‘χει, όσο δυνατό και ενδιαφέρον να είναι ένα δραματικό κείμενο κινδυνεύει να υποτιμηθεί ή να μην αναδειχθεί επαρκώς εάν η σκηνοθεσία του δεν είναι αντάξιά του. Στην περίπτωση της ΛάΣΠΗΣ, η έμπνευση του Ευθύμη Χρήστου όχι μόνο στέκεται με αξιοπρέπεια απέναντι στη σύλληψη του Χατζηγιαννίδη αλλά εξυψώνει το έργο του και το καθιστά τόσο ατμοσφαιρικό και συναρπαστικό από το πρώτο λεπτό χωρίς υπερβολή. Έτσι, με το φως που αναβοσβήνει και τη γυναικεία φωνή να ακούγεται απέξω την ώρα που προσπαθεί να ανοίξει την εξώπορτα του σπιτιού ενώ καλεί βοήθεια για τον σκοπό αυτό και μάλιστα με αμοιβή, οι θεατές εισέρχονται σε μια συνθήκη αγωνιώδους ύπαρξης σε έναν σταθερό όπως βλέπουμε χώρο, κατόπιν συνύπαρξης, συγκερασμού και στο τέλος αποκόλλησης.

   Αυτό που έχω να τονίσω είναι πως τη ''ΛάΣΠΗ'' θα πρέπει να έρθουν να την δουν όσοι σπουδάζουν σκηνοθεσία θεάτρου ακριβώς για να παρατηρήσουν πώς αναδεικνύεται ένα ψυχολογικό θρίλερ με το ευφυές παιχνίδι με τα φώτα από την εναρκτήρια κιόλας σκηνή, με τη χρήση της μουσικής που ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα του επαρχιακού σπιτιού με τους παράξενους ενοίκους (μπράβο στον Θεόφιλο Πουζμπούρη γι’ αυτό), με τα πρωτότυπα σκηνικά αντικείμενα όπως είναι ένα μανουάλι που παραπέμπει σε κηδεία, με το άκουσμα του νερού της βροχής που κυριολεκτικά ανατριχιάζει το κοινό, με τις ηχογραφημένες φωνές των δραματικών προσώπων ενόσω αυτά δεν είναι παρόντα επί σκηνής, με τη δράση πίσω από τα πανιά – κουρτίνες, με την πούδρα αντί για σκόνη υποτίθεται μέσα σε παλιό βιβλίο που μυρίζει και γαργαλάει την αίσθηση της όσφρησης των θεατών, με τη χρήση τσιγάρου από ψηλά χωρίς όμως η οσμή του να φθάνει κάτω στη σκηνή, με τα βουβά πρόσωπα, δύο τον αριθμό, που ενίσχυαν όμορφα τη δράση. Και αυτά δεν είναι παρά μερικά στοιχεία από την υπέροχη σκηνοθεσία του Ευθύμη Χρήστου, που αν και τόσο νέος (αυτό είναι κάτι που έχει ξαναειπωθεί και άρα δεν είναι υποκειμενική θέση) δημιουργεί σαν να έχει στο βιογραφικό του δεκαετίες εμπειρίας. Πρόκειται πραγματικά για αξιέπαινο και αξιοζήλευτο καλλιτέχνη.

  Η Μαρία Ζορμπά, αυτή η τόσο έμπειρη ηθοποιός, μια γυναίκα με μοναδικό τύπο και καθαρά δική της ταυτότητα που δεν συγχέεται εύκολα με άλλη, ερμήνευσε πολύ πειστικά τη γυναίκα που εκπλήσσεται από τους «εισβολείς», που αποπειράται να τους διώξει, που συμφιλιώνεται μαζί τους, που στη συνέχεια γίνεται μέλος της οικογένειάς τους, που διόλου λυπάται για τον θάνατο του συζύγου της και που συνθλίβεται όταν μένει ολομόναχη να χορεύει σε ρυθμούς τέκνο μουσικής. Μου άρεσε πολύ η Μιράντα Ζησιμοπούλου που έπαιξε τη νεαρή μητέρα και σύζυγο, πιο σκληρή όπως φάνηκε και πιο πεζή και από τον άντρα της με τον οποίο δρούσαν ωστόσο πάνω σε ένα κοινό σχέδιο. Έχει πολύ καλή άρθρωση, προσόν βασικότατο σε έναν ηθοποιό. Ο Χρήστος Καπενής υποδύθηκε τον σύζυγο και έπειτα εραστή αρκετά σωστά ενώ οι δύο βουβοί χαρακτήρες που υποδύθηκαν η Ελένη Ζουρελίδου και ο Κώστας Κλάδης συμπλήρωσαν τον θίασο και τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα.  

 

 

 

Συντελεστές:

Κείμενο: Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
Σκηνοθεσία-Καλλιτεχνική Επιμέλεια: Ευθύμης Χρήστου
Πρωτότυπη Μουσική Σύνθεση: Θεόφιλος Πουζμπούρης
Συνεργάτης σκηνοθέτις: Ευτυχία Λιβανίου
Γραφιστικά: Forbidden Designs- Δημήτρης Γκέλμπουρας
Φωτογραφίες: Υπατία Κορνάρου
Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού (angienomikou@gmail.com)
Διεύθυνση παραγωγής: Σταμάτης Λεόντιος
Παραγωγή: D'art - The Art Society AMKE/ ΟΜΙΚΡΟΝ ΤΡΙΑ ΟΕ

Παίζουν: Μαρία Ζορμπά, Χρήστος Καπενής, Μιράντα Ζησιμοπούλου, Ελένη Ζουρελίδου, Κώστας Κλάδης

Στο τραγούδι της παράστασης ακούγεται η φωνή της Αλίκης Αλεξανδράκη

Comments

Popular Posts